Magyar-Görög szótár »

acél görögül

MagyarGörög
acél

χάλυβας◼◼◼

ατσάλι◼◻◻

acélgyár

χαλυβουργείο

acélipar

χαλυβουργία◼◼◼

acél

χαλυβουργείο◼◼◼

a cél szentesíti az eszközt

ο σκοπός αγιάζει τα μέσα

rozsdamentes acél

ανοξείδωτος χάλυβας◼◼◼

ανοξείδωτο ατσάλι◼◼◻

vas- és acélipar

βιομηχανία σιδήρου και άνθρακα/ανθρακοσιδηροβιομηχανία