Magyar-Görög szótár »

ügyes görögül

MagyarGörög
ügyes

έξυπνος

επιδέξιος

ικανός

ügyesség

επιδεξιότητα◼◼◼

δεξιοσύνη

δεξιοτεχνία

διεύθυνση

επιτηδειότητα

ευρηματικότητα

ικανότητα

μαστοριά

τέχνη

kézügyesség

δεξιοσύνη

επιδεξιότητα

επιτηδειότητα

μαστοριά

Nikosz ügyesen bánik a hangszerekkel

ο Νίκος χειρίζεται με δεξιότητα τα μουσικά όργανα