Magyar-Görög szótár »

öv görögül

MagyarGörög
kultúrnövény

καλλιεργημένο φυτό

kérjük kapcsolják be biztonsági öveiket és állítsák vissza az ülést alaphelyzetbe

παρακαλώ δέστε τις ζώνες σας και επιστρέψτε το κάθισμά σας στην όρθια θέση

kérjük kövesse figyelemmel ezt a rövid biztonsági bemutatót

παρακαλώ δώστε προσοχή σε αυτή τη σύντομη παρουσίαση για θέματα ασφάλειας

kérjük maradjanak a helyükön, amíg a gép el nem éri a repülési magasságot és a biztonsági öveket bekapcsolni jelzés ki nem alszik

παρακαλώ παραμείνετε καθισμένοι μέχρι το αεροσκάφος να έρθει σε πλήρη ακινησία και η ένδειξη προσδέστε τις ζώνες σας να έχει σβήσει

költségnövekedés

αύξηση (του) κόστους◼◼◼

környezeti következmény

περιβαλλοντική επίπτωση◼◼◼

επίδραση (επιπτώσεις) στο περιβάλλον

επίδραση στο περιβάλλον

επιπτώσεις στο περιβάλλον

környezetvédelmi szövetség/egyesület

σύλλογος προστασίας του περιβάλλοντος

kötőszövet

συνδετικός ιστός◼◼◼

συνδετικός ιστός (syndetikós istós)

köves

βραχώδης◼◼◼

kövesse a jeleket a ...

ακολουθήστε τις πινακίδες προς ...

követ

αποστολή◼◼◼

απεσταλμένος◼◼◻

αντιπρόσωπος◼◻◻

(ige) ακολουθώ (-ήσω)

követel

απαίτηση◼◼◼

ζήτηση◼◼◻

αξίωση◼◼◻

αίτημα◼◼◻

ισχυρισμός◼◻◻

αξιώνω

απαιτώ

απαιτώ (-ήσω)

ικεσία

követelmény

απαίτηση◼◼◼

αναγκαιότητα◼◻◻

αξίωση◼◻◻

προαπαιτούμενο◼◻◻

követelés

περιουσιακό στοιχείο◼◼◼

αίτημα◼◼◻

πίστωση◼◼◻

ενεργητικό◼◼◻

ισχυρισμός◼◼◻

διεκδίκηση◼◻◻

πιστωτικός◼◻◻

ζήτηση/απαίτηση/αξίωση

követelés, igény

απαίτηση (η, tsz. -εις)

2345