Magyar-Görög szótár »

év görögül

MagyarGörög
családnév

παρατσούκλι

csúfnév

παρατσούκλι

egy évvel ezelőtt

πριν ένα χρόνο◼◼◼

ehhez egy év garancia jár

έρχεται με εγγύηση για ένα χρόνο

elszoktam az esti tévézéstől

ξεσυνήθισα να βλέπω τηλεόραση το βράδυ

elsőéves vagyok az egyetemen

είναι ο πρώτος χρόνος μου στο πανεπιστήμιο

eltéved

χάνομαι (-θώ)

eltévedtem

έχω χαθεί

eltévedtünk

έχουμε χαθεί

eltéveszt

κάνω λάθος (+ σε)

eltévesztettem a címet

έκανα λάθος στη διεύθυνση

elveszít elveszt, lekésik vmit, veszít, kikap (→ χάνομαι elvesz, eltéved)

χάνω

elévül

εκπνέω

ez volt az egyik legjobb film, amit évek óta láttam

ήταν μια από τις καλύτερες ταινίες που έχω δει εδώ και αιώνες

ez év

φέτος

felhasználói név

όνομα χρήστη

felhasználónév

όνομα χρήστη◼◼◼

χρηστώνυμο

folyamatban lévő

εν εξελίξει◼◼◼

fájlnév

όνομα αρχείου◼◼◼

félretéve

έπεσε η γραμμή

félév

εξάμηνο◼◼◼

τρίμηνο◼◻◻

το εξάμηνο◼◻◻

fényév

έτος φωτός

férfinév

όνομα

főnév

ουσιαστικό◼◼◼

ουσιαστικόν

όνομα

főnévi igenév

απαρέμφατο

főnévragozás

κλίση

Genovéva

Γενοβέφα

gúnynév

παρατσούκλι

Harmincéves háború

Τριακονταετής Πόλεμος

határozatlan névelő

αόριστο άρθρο

határozott névelő

οριστικό άρθρο

határozói igenév

γερούνδιο

helységnév

τοπωνύμιο◼◼◼

hiba, tévedés: κάνω λάθος téved

λάθος (το

hány hét szabadság jár egy évben?

πόσες εβδομάδες διακοπών υπάρχουν;

1234