Magyar-Görög szótár »

éles görögül

MagyarGörög
éles

έντονος◼◼◼

αιχμηρός

απότομος

αψύς

δίεση

διαπεραστικός

δριμύς

καυτερός

κοφτερός (-ή-ό)

μυτερός

ξινός

οξυδερκής

οξύνους

οξύς

στυφός

éleslátás

οξυδέρκεια

élesség

intelligence

ευρηματικότητα

élesztő

η μαγιά◼◼◼

προζύμι◼◼◻

élesztőgomba

ζύμη◼◼◼

élesztővel dúsított liszt

αλεύρι που φωσκώνει (φαρίνα)

élesít

ακονίζω

οξύνω

biológiai sokféleség

βιοποικιλότητα

bő, széles

φαρδύς-ιά-ύ

ez a kés nagyon éles

αυτό το μαχαίρι κόβει πολύ

felélesztés

αναβίωση◼◼◼

genetikai sokféleség

γενετική ποικιλότητα (ποικιλομορφία)◼◼◼

sokféleség

ποικιλότητα◼◼◼

ποικιλία◼◼◼

széles

ευρεία◼◼◼

ευρεία (ev̱reía)◼◼◼

εκτενής◼◻◻

ευρύς◼◻◻

ευρύς (ev̱rýs)◼◻◻

μακριά◼◻◻

ευρύς / ευρέα / ευρέο

πλατύς

φαρδύς

12