Magyar-Görög szótár »

ár görögül

MagyarGörög
áru

άρθρο◼◼◼

όπου◼◼◻

φορτίο◼◼◻

εμπόρευμα◼◼◻

αγαθό◼◼◻

κεραμικά

άνεση

árucikk

άρθρο◼◼◼

αγαθό◼◻◻

áruház

αποθήκη◼◼◼

εμπορικό◼◼◻

πολυκατάστημα◼◼◻

το πολυκατάστημα, το μεγάλο κατάστημα

υποκατάστημα

árujegy

ετικέτα

áruk és szolgáltatások

αγαθά και υπηρεσίες◼◼◼

árukészlet

απόθεμα◼◼◼

árul

πουλώ (-άω, -ήσω)

προδίδω

áruld el, mit szeretnél!

έλα, πες μου τι θέλεις!

árulnak ...?

πουλάτε...;

árulnak napszemüvegeket?

πουλάτε γυαλιά ηλίου;

árulás

προδοσία

áruló

δοσίλογος

προδοτικός

προδότης (ο)

árus

πωλητής

árusítás

πώληση◼◼◼

árva

παιδί◼◼◼

oρφαvό

ορφανός (-ή-ό)

ορφανός (orfanós)

πεντάρφανος (pentárfanos)

árvaház

ορφανοτροφείο◼◼◼

árvasor

ορφανός

árverés

δημοπρασία◼◼◼

πλειστηριασμός◼◼◼

πλειστηριάζω

árvácska

πανσές

σκέψη

2345