Magyar-Görög szótár »

álló görögül

MagyarGörög
álló

ωστόσο◼◼◼

ακόμη◼◼◼

εντούτοις◼◼◻

κατακόρυφος◼◻◻

όρθιος◼◻◻

όρθιος (-α-ο)◼◻◻

προσανατολισμός◼◻◻

ακίνητος

λατινικό αλφάβητο

állóképesség

αντοχή◼◼◼

ajtónálló

θυρωρός

πορτιέρης

autóbuszmegálló

στάση λεωφορείου◼◼◼

beálló, mozzanatos

στιγμιαίος

busz megálló

στάση λεωφορείου

buszmegálló

στάση λεωφορείου◼◼◼

diákszálló

υπνοθάλαμος

υπνωτήριο

egyedülálló

μόνος◼◼◼

μοναδικός◼◼◼

ανύπαντρος◼◼◻

(nem házas) άγαμος (-η-ο)

εελεύθερος / ελεύθερη

egyedülálló anyuka

ανύπαντρη μητέρα

egyedülálló apuka

ανύπαντρος γονέας

egyedülálló vagy?

είσαι ελεύθερος/η;

ellenálló

ανθεκτικός◼◼◼

ellenállóképes

ανθεκτικός◼◼◼

ellenállóképesség

ανθεκτικότητα◼◼◼

ez az én megállóm

εδώ είναι η στάση μου

ez melyik megálló?

ποιά είναι αυτή η στάση / ποιός είναι αυτός ο σταθμός;

fagyálló

αντιψυκτικό◼◼◼

feltételes megállóhely

ζητήστε στάση

fennálló

υφιστάμενος◼◼◼

γενικός◼◼◻

εν εξελίξει◼◼◻

αρτίγονος

helytálló

ορθός◼◼◼

αληθεύει◼◼◼

hány megálló ...?

πόσοι σταθμοί είναι μέχρι το ...;

12