Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
χριστιανικός▼◼◼◼
(főnév) χριστιανός, (melléknév) χριστιανικός (-ή-ό)▼
χριστιανή▼
χριστιανή (christianí)▼
χριστιανός▼
Χριστιανός▼
χριστιανός (christianós)▼
χριστιανοδημοκράτης▼
Χριστιανισμός▼
χριστιανισμός▼
χριστιανισμός (christianismós)▼
Ορθόδοξη Εκκλησία▼
↑