ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(főnév) χριστιανός, (melléknév) χριστιανικός (-ή-ό) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(főnév) χριστιανός, (melléknév) χριστιανικός (-ή-ό)

keresztény