ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elv σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ózonréteg elvékonyodási potenciál

δυναμικό καταστροφής (εξασθένησης) του όζοντος

pénzt szeretnék felvennip

θέλω να κάνω μια ανάληψη

polder/belvízártér

πόλντερ

programozási nyelv

γλώσσα προγραμματισμού◼◼◼

γλώσσα προγραμματισμού (glossa programmatismou)◼◼◼

γλώσσα προγραμματισμού (ɤlósa proɤramatiʑmú)◼◼◼

Programozási nyelv

Γλώσσα προγραμματισμού◼◼◼

Romans nyelv

Ρομανσική γλώσσα

röntgenfelvétel

ακτινογραφία◼◼◼

Skót nyelv

Σκωτική γλώσσα

soknyelvű

πολύγλωσσος

szaknyelv

Ορολογία◼◼◼

ορολογία◼◼◼

ονοματολογία◼◼◻

γλώσσα◼◼◻

ορολόγιο

Szanszkrit nyelv

Σανσκριτική γλώσσα

szélvédő

αλεξήνεμο◼◼◼

παρμπρίζ◼◻◻

τζάμι

szelvény

προφίλ◼◼◼

διάταξη◼◻◻

szemelvény

απόσπασμα

személyfelvonó

ασανσέρ

szerelvény

εξαρτήματα◼◼◼

σύνδεσμοι◼◼◻

συρμός◼◻◻

εξαρτήματα/σύνδεσμοι/επίπλωση (είδη, διαρρύθμιση)

επίπλωση

κουπί

szerelvény (gáz- vízcső)

εξαρτήματα◼◼◼

σύνδεσμοι◼◼◻

εξαρτήματα/σύνδεσμοι/επίπλωση (είδη, διαρρύθμιση)

επίπλωση

szeretnék felvenni 100 fontot

θα ήθελα να τραβήξω εκατό λίρες

tápanyagelvonás

αφαίρεση των θρεπτικών ουσιών

tejelválasztás

γαλουχία◼◼◼

tekintélyelvű

απολυταρχικός

tesz, rak, (ruhát) felvesz, önt

βάζω (βάλω)

többnyelvű

πολύγλωσσος

6789

Το ιστορικό σας