ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

βάζω (βάλω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
βάζω (βάλω)

tesz, rak, (ruhát) felvesz, önt

βάζω (βάλω), (pénzt) καταθέτω (-σω), κάνω κατάθεση

betesz