ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elv σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
Nem (nyelvészet)

Γραμματικό γένος◼◼◼

Német nyelv

Γερμανική γλώσσα◼◼◼

német nyelv

γερμανικά

nincs elvámolnivaló

τίποτα να δηλώσετε

nyelv

Γλώσσα◼◼◼

γλώσσα (glóssa)◼◼◼

γλώσσα (η)◼◼◼

γλώσσα προγραμματισμού◼◻◻

λόγος◼◻◻

ομιλία◼◻◻

καθομιλουμένη◼◻◻

διάλεκτος

δίκη

ιδίωμα

Nyelv

Γλώσσα◼◼◼

Nyelv (testrész)

Γλώσσα (ανατομία)◼◼◼

nyelvbotlás

παραδρομή της γλώσσας

nyelvcsap

σταφυλή

nyelvész

γλωσσολόγος

Nyelvészet

Γλωσσολογία◼◼◼

nyelvezet

γλώσσα◼◼◼

nyelvhal

γλώσσα◼◼◼

nyelvhasználat

χρήση◼◼◼

nyelvi

γλωσσικός

γλωσσολογικός

nyelvjárás

διάλεκτος

διάλεκτος (diálektos)

Nyelvtan

Γραμματική◼◼◼

nyelvtan

γραμματική (grammatikí)◼◼◼

γραμματική (η)◼◼◼

nyelvtani

γραμματικός◼◼◼

nyelvtani eset

πτώση

nyelvtaníró

γραμματικός

nyelvtörő

γλωσσοδέτης

nyelvtudás

γλωσσομάθεια (η)◼◼◼

nyelvtudomány

γλωσσολογικός

óangol nyelv

αρχαία αγγλική γλώσσα

Ógörög nyelv

Αρχαία ελληνική γλώσσα

Örmény nyelv

Αρμενική γλώσσα◼◼◼

ózonréteg elvékonyodása

εξασθένηση (εξάντληση) της στιβάδας του όζοντος

5678

Το ιστορικό σας