ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

von σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
von

εκχύλισμα◼◼◼

απόσπασμα◼◻◻

vonaglik

στριφογυρίζω

vonakodás

απροθυμία◼◼◼

vonal

γραμμή (η)◼◼◼

σειρά◼◼◻

στήλη◼◻◻

φάκελος

ουρά

στίχος

vonalforrás

γραμμική πηγή

vonalkód

γραμμοκωδικός (γramokoδikós)

vonalzó

κανόνας

ρίγα

υποδεκάμετρο

χάρακας

vonat

αμαξοστοιχία (amaxostikhía)◼◼◼

αμαξοστοιχία (η)◼◼◼

τρένο◼◼◻

συρμός◼◻◻

ουρά◼◻◻

σιδηρόδρομος◼◻◻

(treno)

αμαξοστοιχία/συρμός

εκπαιδεύω

προπονώ

Vonat

Τραίνο

vonatkozik

πρόκειται◼◼◼

ανησυχία◼◻◻

μέριμνα◼◻◻

αναφέρομαι

παραπέμπω

vonatkozás

εκτίμηση◼◼◼

vonatkozó

σχετικός◼◼◼

οικείος◼◼◼

συγγενής◼◻◻

(vonatkozó névmás) aki(t), ami(t), amely(et), amikor, ahol (kötőszó) hogy

που

vontatott lakókocsi

μινι-βαν

vontatás

ρυμούλκηση◼◼◼

ρυμουλκό◼◻◻

12

Το ιστορικό σας