ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

τρένο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
τρένο

vonat◼◼◼

vasút◼◼◼

villamos◼◻◻

kiképez

δε θέλω να χάσω το τρένο

nem akarom lekésni a vonatot

μόλις που προλάβαμε το τρένο

éppen elértük a vonatot

τι ώρα φεύγει το τρένο για την Αθήνα;

hány órakor indul a vonat Athénbe?

το τρένο μόλις έφυγε

éppen most ment el a vonat