ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

von σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
vonatkozó

οικείος◼◼◼

συγγενής◼◻◻

(vonatkozó névmás) aki(t), ami(t), amely(et), amikor, ahol (kötőszó) hogy

που

vonítás

ουρλιάζω

ούρλιασμα

ουρλιαχτό

vonó

αψίδα

δοξάρι

τόξο

υποκλίνομαι

υπόκλιση

φιόγκος

vontatás

ρυμούλκηση◼◼◼

ρυμουλκό◼◻◻

vontató

ελκυστήρας◼◼◼

vontatóhajó

ρυμουλκό◼◼◼

ρυμουλκό πλοίο

vontatott lakókocsi

μινι-βαν

vonz

προσέλκυση◼◼◼

ελκύω

προσελκύω

vonzalom

αγάπη

πάθηση

στοργή

τρυφερότητα

vonzás

έλξη◼◼◼

κάλεσμα

vonzerő

απορρόφηση◼◼◼

δέλεαρ◼◼◼

έλξη◼◼◼

γοητεία◼◼◻

πόλος έλξης◼◼◻

von

εφαρμογή◼◼◼

a fizetés havonta, előre történik

το νοίκι πληρώνεται στην αρχή κάθε μήνα

a következő érkező vonat a 2-es vágányra a 16.35-kor doncasterből jövő

το επόμενο τραίνο που θα φτάσει στην πλατφόρμα 2 είναι των 16.36 για ντόνκαστερ

a következő induló vonat az 5-ös vágányról a 18.03-as penzance-i lesz

το επόμενο τραίνο με αναχώρηση από την πλατφόρμα 5 είναι των 18.03 για πενζανς

a vonat késik

το τραίνο θα αργήσει

a vonatokhoz

προς τραίνα

a vonatot törölték

το τραίνο έχει ακυρωθεί

alapvonal

βάση◼◼◼

123

Το ιστορικό σας