ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

undor σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
undor

αηδία

αηδιάζω

απέχθεια

αποστροφή

βδέλυγμα

undorít

αηδία

αηδιάζω

undorító

αηδιαστικός

αποκρουστικός

σοκαριστικός

φρικαλέος

(+ tárgyeset) undorodik vmitől, utál mit

σιχαίνομαι (σιχαθώ)