ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tiszt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tiszt

αξιωματικός◼◼◼

διοικητής◼◼◻

αξιωματούχος◼◻◻

απόστρατος◼◻◻

γραφείο◼◻◻

tiszta

ήδη◼◼◼

διαφανής◼◼◼

αμιγής◼◼◻

σαφής◼◼◻

διαυγής◼◼◻

ιδιότητα◼◼◻

Καθαρίστε◼◻◻

άψογος

αίθριος

αγνός

αποστειρωμένος

ατόφιος

αψεγάδιαστος

καθαρίζω

καθαρός / καθαρή / καθαρό

παστρικός

σκέτος

tiszta (levegő) autó

καθαρό αυτοκίνητο

tiszta alkohol

καθαρό οινόπνευμα◼◼◼

tiszta levegős terület

περιοχή καθαρού αέρα

tiszta technológia

καθαρή τεχνολογία◼◼◼

αντιρρυπαντική τεχνολογία

καθαρή τεχνολογία/αντιρρυπαντική τεχνολογία

tisztaság

αγνότητα

tisztaság, takarítás

καθαριότητα (η)

tisztel

σέβομαι

σέβομαι (σεβαστώ)

σεβασμός

τιμώ

tisztelet

τιμή◼◼◼

προσοχή◼◼◻

εκτίμηση◼◼◻

σέβη◼◻◻

λατρεία

δέος

12

Το ιστορικό σας