ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tiszt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tisztelet

σέβη◼◻◻

λατρεία

δέος

σέβομαι

tiszteletlen

αγενής

ασεβής

tiszteletlenseg

ασέβεια

tisztelettel,

πιστά δικός σας,

tisztelettudó

ευγενικός

tiszteljük egymást

σεβόμαστε ο ένας τον άλλο

tisztesség

εντιμότητα◼◼◼

αμεροληψία◼◼◻

tisztességes

θεμιτός◼◼◼

δίκαιος◼◼◻

tisztességesen

δίκαιο◼◼◼

tisztít

καθαρός◼◼◼

tisztít, takarít

καθαρίζω

tisztítás

καθαρισμός◼◼◼

tisztítás/mosás

λεύκανση

tisztítási iszap

λάσπη καθαρισμού

tisztítóberendezés

εγκατάσταση καθαρισμού

tisztítóképesség

ικανότητα καθαρισμού◼◼◼

tisztítótűz

καθαρτήριο

tisztségviselő

αξιωματούχος◼◼◼

αξιωματικός◼◼◻

tisztul az idő

ξανοίγει

tisztviselő

δημόσιος υπάλληλος◼◼◼

αξιωματικός◼◼◼

αξιωματούχος◼◼◼

εκτελεστικός◼◼◻

λειτουργός◼◼◻

επίσημος◼◻◻

διοικητικό στέλεχος◼◻◻

ametiszt

αμέθυστος

ár, tisztelet

τιμή (η)

batiszt

βατίστα

biológiai hulladékgáz tisztítás

βιολογικός καθαρισμός αέριων αποβλήτων (απαερίων)

derítőtavas szennyvíztisztítás

πρωτοβάθμια καθίζηση/δεξαμενισμός (υγρών αποβλήτων)

első tiszt

ύπαρχος

erkölcsi tisztátalanság

akatharsia

123

Το ιστορικό σας