ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

καθαρίζω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
καθαρίζω

tiszta

tisztít, takarít

σβήνω (-σω) (koszt) σκουπίζω (-σω), καθαρίζω (-σω)

letöröl