ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tanu σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tanulok ...

μαθαίνω ...

tanulóvezető

μαθητής οδήγησης

tanulság

άσκηση◼◼◼

δίδαγμα◼◼◼

μάθημα◼◼◼

μαθήματα◼◼◼

tanúsít

έκθεση◼◼◼

απόδειξη◼◼◻

κατάθεση◼◻◻

επιβεβαίωση◼◻◻

επίδειξη◼◻◻

τεκμήριο◼◻◻

tanúsítás

βεβαίωση◼◼◼

επιβεβαίωση◼◻◻

πιστοποίηση/χορήγηση (έκδοση) πιστοποιητικού/βεβαίωση

tanúsítvány

πιστοποιητικό◼◼◼

αποδεικτικό◼◻◻

tanúskodás

κατάθεση

tanúskodik

έκθεση◼◼◼

tanúvallomás

κατάθεση◼◼◼

δήλωση◼◻◻

απόδειξη◼◻◻

μαρτυρία◼◻◻

ahelyett, hogy tanulnál, tévét nézel

αντί να διαβάζεις, βλέπεις τηλεόραση

elkezdtünk görögül tanulni

αρχίσαμε να μαθαίνουμε ελληνικά

én ... tanulok

εκπαιδεύομαι για να γίνω ...

σπουδάζω ...

én ... tanultam

σπούδασα

este nem kell tanulnom

το βράδυ δε χρειάζεται να διαβάσω, (szükséges vmhez) χρειάζεται (-στεί)

este tanulnom kell

το βράδυ πρέπει/έχω να διαβάσω

helyszíni tanulmány

μελέτη πεδίου/επιτόπια έρευνα

hol tanulsz?

που σπουδάζεις;

hol tanult angolul?

που έμαθες αγγλικά;

itt tanulok

σπουδάζω εδώ

kísérleti tanulmány

πειραματική μελέτη

kitanult

διανοούμενος

környezeti hatástanulmány

μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων◼◼◼

környezeti tanulmány

περιβαλλοντική μελέτη

magamtól tanultam meg

μόνος μου έμαθα

megtanul

μαθαίνω

123

Το ιστορικό σας