ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tanu σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megtanultad a leckét?

διάβασες τα μαθήματά σου;

melyik egyetemen tanulsz?

σε ποιο πανεπιστήμιο βρίσκεσαι;

minőségtanúsítás

πιστοποίηση της ποιότητας◼◼◼

έκδοση πιστοποιητικού ποιότητας

πιστοποίηση της ποιότητας/έκδοση πιστοποιητικού ποιότητας

mit tanulsz?

τι σπουδάζεις;

mit tanultál?

τι σπούδασες;

olvas, tanul, készül

διαβάζω

olvasás, tanulás

διάβασμα (το)

piaci tanulmány

μελέτη (της) αγοράς

sokat tanulok

μελετάω πολύ

szakirodalom tanulmányozása

μελέτη έντυπου υλικού

szemtanú

μάρτυρας◼◼◼

αυτόπτης μάρτυρας◼◼◻

tetanusz

τέτανος◼◼◼

αντιτετανικός◼◻◻

több időd lenne tanulásra, ha nem néznél állandóan tévét

θα είχες περισσότερο χρόνο για διάβασμα αν δεν έβλεπες συνέχεια τηλεόραση

vértanú

μάρτυρας

123

Το ιστορικό σας