ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αποδεικτικό σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αποδεικτικό

igazolás◼◼◼

okirat◼◼◻

bizonyítvány◼◼◻

tanúsítvány◼◼◻

igazolvány◼◻◻

έκθεμα/αποδεικτικό στοιχείο

kiállított tárgy