ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tört σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tört

κλάσμα◼◼◼

törtvonal

κάθετος◼◼◼

történelem

ιστορία◼◼◼

Ιστορία◼◼◼

ιστορία/ιστορικό

Történelem

Ιστορία◼◼◼

történelem előtti

προϊστορικός

történelmi

ιστορικό◼◼◼

ιστορικός◼◻◻

történelmi emlékmű

ιστορικό μνημείο

történelmi fejlődés

ιστορική εξέλιξη

történelmi kutatás

ιστορική έρευνα◼◼◼

történelmi színhely

ιστορική τοποθεσία

történelmi városközpont

ιστορικό κέντρο

történet

ιστορία (istoría)◼◼◼

ιστορικό◼◼◼

ιστορικό (istorικό)◼◼◼

κτήμα◼◻◻

αφήγηση◼◻◻

διήγημα

παραμύθι

történet, történelem

ιστορία (η)

történetíró

ιστορικός

történik

κράτος◼◼◼

συμβαίνει◼◼◻

συμβαίνει (συμβεί)◼◼◻

συμβεί◼◼◻

είμαι

γίνομαι

διαδραματίζομαι

διαδραματίζομαι (ðiaðramatízome)

λαχαίνω

λαχαίνω (laçéno)

σημειώνομαι

σημειώνομαι (simiónome)

συμβαίνω

συμβαίνω (simvéno)

τυγχάνω

τυγχάνω (tiŋxáno)

τυχαίνω

12

Το ιστορικό σας