ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

συμβεί σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
συμβεί

történik◼◼◼

megtörténik◼◼◻

έχει συμβεί ένα ατύχημα

baleset történt

συμβαίνει (συμβεί)

történik◼◼◼

συμβαίνει (συμβεί, συνέβη)

előfordul◼◼◼