ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

sós σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
sós

αλάτι◼◼◼

αλατισμένος◼◼◻

αλατούχος◼◼◻

παστός◼◻◻

αλατώδης

αλμυρός

βιβλιοθήκη

sós víz

αλμυρά ύδατα

sósat vagy édeset?

αλμυρά ή γλυκά

sósav

υδροχλωρικό οξύ◼◼◼

sóska

λάπαθο◼◼◼

λάπατο

ξινολάπατο

alsószoknya

μεσοφόρι

alsószorb

γλώσσα

alsószász

Χαμηλός Σάξονας

ez túl sós

έχει πάρα πολύ αλάτι

félsós

υφάλμυρα ύδατα◼◼◼

félsós/brakk víz

υφάλμυρα ύδατα

mosószer

απορρυπαντικό◼◼◼

olvasószolgálat

υπηρεσία αναφοράς

vízsósodás

αλάτωση των υδάτων

Το ιστορικό σας