ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

pascal σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
pascal

πασκάλ◼◼◼

πασχαλινός

Pascal (mértékegység)

Πασκάλ◼◼◼

Το ιστορικό σας