ουγγρικά | ελληνικά |
---|---|
ellenőriz | |
ellenőrizhetem a gumiabroncsnyomást? | |
ellenőrizhető | |
ellenőrzés | έλεγχος◼◼◼ επαλήθευση◼◼◼ επιθεώρηση◼◼◼ ο έλεγχος◼◼◼ εποπτεία◼◼◻ εξέταση◼◼◻ επιτήρηση◼◼◻ ευθύνη◼◼◻ κατηγορία◼◼◻ φορτίο◼◼◻ ρύθμιση◼◼◻ επίβλεψη◼◼◻ επιβεβαίωση◼◻◻ επισκόπηση◼◻◻ πλευρά◼◻◻ δείκτης◼◻◻ διακρίβωση◼◻◻ καταγγελία◼◻◻ επίθεση◼◻◻ χέρι◼◻◻ επιμέλεια◼◻◻ ελέγχω◼◻◻ υπευθυνότητα◼◻◻ |
ellenőrző hatóság | |
ellenőrző mérés/intézkedés | |
elnézést, meg tudná mondani merre van a női mosdó? | |
elvtársnő | |
elvtársnő (f) |