ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elleriz

ελέγχω (-ξω), κάνω έλεγχο (+ σε)

επαληθεύω

τσεκάρω

ellerizhetem a gumiabroncsnyomást?

μπορώ να ελέγξω την πίεση στα λάστιχα μου εδώ;

ellerizhető

επαληθεύσιμος◼◼◼

ellerzés

έλεγχος◼◼◼

επαλήθευση◼◼◼

επιθεώρηση◼◼◼

ο έλεγχος◼◼◼

εποπτεία◼◼◻

εξέταση◼◼◻

επιτήρηση◼◼◻

ευθύνη◼◼◻

κατηγορία◼◼◻

φορτίο◼◼◻

ρύθμιση◼◼◻

επίβλεψη◼◼◻

επιβεβαίωση◼◻◻

επισκόπηση◼◻◻

πλευρά◼◻◻

δείκτης◼◻◻

διακρίβωση◼◻◻

καταγγελία◼◻◻

επίθεση◼◻◻

χέρι◼◻◻

επιμέλεια◼◻◻

ελέγχω◼◻◻

υπευθυνότητα◼◻◻

επαληθεύω

χρέωση

ανακόπτω

διαγώνισμα

επιστασία

ellerző hatóság

ελεγκτική αρχή◼◼◼

ellerző mérés/intézkedés

μέτρο (μέτρηση) ελέγχου (συγκράτησης)

elnézést, meg tudná mondani merre van a i mosdó?

συγγνώμη, που είναι το μπάνιο των γυναικών;

elvtárs

συμπολεμιστής

συντρόφισσα

σύντροφος

elvtárs (f)

συντρόφισσα (syntrófissa)

2345

Το ιστορικό σας