ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
vér (f)

νοσοκόμα (nosokoma)

νοσοκόμος (nosokomos)

(+ birtokos eset) kívül,túlmeen

εκτός

a barátddel együtt hárman vagyunk

μαζί με την φίλη σου είμαστε τρεις

akusztikai miség

ηχητική (ακουστική) ποιότητα

anyakirály

βασιλομήτωρ

apácafők

ηγουμένη

apát

ηγουμένη

ausztráliában születtem, de angliában ttem fel

γεννήθηκα στην αυστραλία αλλά μεγάλωσα στην αγγλία

az Európai Unióba törté belépésünk

η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

balett-táncos

μπαλαρίνα

barát

η φίλη

κοπέλα

κορίτσι

φίλη

φίλος

φιλενάδα

bejáró

παραδουλεύτρα

beme

είσοδος◼◼◼

bár pincér

μπαργούμαν

báró

βαρόνη

császár

αυτοκράτειρα

csökke

φθίνουσα◼◼◼

doktor

γιατρός

ιατρική

ιατρός

doktor (f)

γιατρός

ιατρός

dísz

γουρούνι

díva, sztárszínész

ντίβα (η)

eladó / eladó

πωλητής / πωλήτρια

eladó

πωλήτρια

eller

επιθεωρητής◼◼◼

ελεγκτής◼◼◼

επιτηρητής◼◻◻

διευθυντής◼◻◻

επόπτης

μαέστρος

elleriz

σαχ◼◼◼

ανακόπτω

1234

Το ιστορικό σας