ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αποτροπή σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αποτροπή

megelőzés◼◼◼

elrettentés◼◼◻

δύναμη (όπλο) αποτροπής

elrettentés