ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

már leszoktam a dohányzásról σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
már leszoktam a dohányzásról

έχω κόψει το τσιγάρο

Το ιστορικό σας