ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
eny

συμφέρον◼◻◻

ευεργέτημα◼◻◻

προνόμιο◼◻◻

συν◼◻◻

ωφέλεια◼◻◻

μέρισμα◼◻◻

περιουσιακό στοιχείο◼◻◻

ωφέλημα◼◻◻

ενεργητικό

προτέρημα

αβαντάζ

το προτέρημα, το πλεονέκτημα, το αβαντάζ

enyben részesít

ευνοώ

προτιμώ

enyben részesít, preferál, jobban szeret, inkább választ

προτιμώ

enyös

ωφέλιμος◼◼◼

αποδοτικός◼◻◻

ευνοϊκός◼◻◻

κερδοφόρος

πλεονεκτικός

συμφέρων

ere

προς τα εμπρός◼◼◼

εμπρός◼◼◼

μπροστά◼◼◻

επισπεύδω

ευθεία

ere nem látható, váratlan

απρόοπτος (-η-ο)

eregyártott épület

προκατασκευασμένο κτήριο/ΠΡΟΚΑΤ

erehaladás

πρόοδος◼◼◼

πορεία◼◼◻

εξέλιξη◼◼◻

erehaladó

προς τα εμπρός◼◼◼

erejelzés

πρόγνωση (η, tsz. -εις)◼◼◼

erejelzési adatok

προγνωστικά στοιχεία◼◼◼

erelátás

πρόνοια

erelátó

προνοητικός (-ή-ό)

erelépés

πρόοδος◼◼◼

εξέλιξη◼◼◻

esegít

επισπεύδω

προάγω

4567

Το ιστορικό σας