ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
esegít

προβιβάζω

προωθώ

eszoba

ο προθάλαμος, το χολ

προθάλαμος

χωλ

eszó

πρόλογος◼◼◼

ο πρόλογος◼◼◻

προλογίζω

eször

στην αρχή◼◼◼

καταρχάς◼◻◻

αρχικά◼◻◻

πρωτίστως◼◻◻

πρώτα, (első alkalommal) πρώτη φορά◼◻◻

εξαρχής

ξανά

πάλι

πρώτος

eször is

κατά κύριο λόγο◼◼◼

eször vagy itt?

είναι η πρώτη φορά που έρχεσαι εδώ;

esző

πρόλογος

etag

πρόθεμα◼◼◼

πρόθημα◼◼◻

etej

πρωτόγαλα◼◼◼

ett

πριν από◼◼◼

μπροστά από◼◻◻

για◼◻◻

πριν◼◻◻

ενώπιον◼◻◻

μπροστά◼◻◻

προτού◼◻◻

μπροστά σε

ette

πριν από◼◼◼

μπροστά από◼◻◻

για

ενώπιον

μπροστά

μπροστά σε

νωρίτερα

πριν

προηγουμένως

5678

Το ιστορικό σας