ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

συμφέρον σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
συμφέρον

érdekel◼◼◼

érdekeltség◼◼◼

figyelem◼◼◼

előny◼◼◻

érdeklődés◼◼◻

haszon◼◻◻

kamatláb

συμφέρον (το)

érdek◼◼◼

ενδιαφέρον/συμφέρον/τόκος

kamat

το συμφέρον (tsz: συμφέροντα)

érdek◼◼◼