ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lánytestvér σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lánytestvér

αδελφή◼◼◼

αδερφή

αδερφή (η)

van fiú vagy lánytestvéred?

έχεις αδέρφια;

Το ιστορικό σας