ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kereszteződés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kereszteződés

διασταύρωση◼◼◼

διασταύρωση (η, tsz. -εις)◼◼◼

διάβαση◼◼◻

σταυροδρόμι◼◻◻

κόμβος

η διασταύρωση

forduljon jobbra a kereszteződésben

κάνε δεξιά στο σταυροδρόμι

sor a következő kereszteződés után

κίνηση μετά από αυτή τη διασταύρωση

útkereszteződés

διασταύρωση◼◼◼

σταυροδρόμι

Το ιστορικό σας