ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kötet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kötet

τόμος◼◼◼

βιβλίο◼◻◻

όγκος

ένταση

kötetlen

ελεύθερος◼◼◼

van kedved egy gyors italhoz? (kötetlen)

θες να πιούμε κανα ποτό στα γρήγορα; (ανεπίσημο)

van kedved egy pinthez? (kötetlen)

σε ψήνει καμια μπύρα; (ανεπίσημο)

Το ιστορικό σας