ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
ελεύθερος | szabad◼◼◼ szabadul◼◻◻ mentes◼◻◻ kötetlen◼◻◻ |
ελεύθερος (-η-ο) | |
ελεύθερος (eléftheros) | szabad◼◼◼ |
ελεύθερος σκοπευτής | |
είσαι ελεύθερος / ελεύθερη ...; | |
είσαι ελεύθερος/η; | |
εελεύθερος / ελεύθερη | |
θα έιμαι ελεύθερος / ελεύθερη μετά το μεσημεριανό | |
φιλελεύθερος |