ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

körte σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
körte

αχλάδι◼◼◼

αχλάδι (achládi)◼◼◼

αχλαδιά◼◻◻

άπιον

άπιον (ápion)

απίδι

απίδι (apídi)

γλόμπος

ηλεκτρική λυχνία

ηλεκτρικός λαμπτήρας

λάμπα

στήθος

το αχλάδι

Körte

Αχλαδιά◼◼◼

körtefa

απιδιά

αχλάδα

αχλάδι

αχλαδιά

αχλαδιά (akhlaðyá) , απιδιά (apiðyá) , αχλάδα (akhláða) ('folk and poetic'), απιδέα (apiðéa) (obsolete)

birskörte

κυδώνι

villanykörte

γλόμπος

Το ιστορικό σας