ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kölcsönhatás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kölcsönhatás

αλληλεπίδραση◼◼◼

διάδραση◼◼◻

alapvető kölcsönhatások

Θεμελιώδης αλληλεπίδραση

elektromágneses kölcsönhatás

ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση

Gyenge kölcsönhatás

Ασθενής αλληλεπίδραση

levegő-víz kölcsönhatás

αλληλεπίδραση αέρα-νερού

növényvédőszerek kölcsönhatása

αλληλεπίδραση των φυτοφαρμάκων

Το ιστορικό σας