ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αλληλεπίδραση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αλληλεπίδραση

kölcsönhatás◼◼◼

interakció◼◼◻

αλληλεπίδραση αέρα-νερού

levegő-víz kölcsönhatás

αλληλεπίδραση μεταξύ Γης και Ηλίου

Föld-Nap kapcsolat

αλληλεπίδραση των φυτοφαρμάκων

növényvédőszerek kölcsönhatása

αλληλεπίδραση ωκεανού-ατμόσφαιρας

óceán-levegő határfelület

Ασθενής αλληλεπίδραση

Gyenge kölcsönhatás

ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση

elektromágneses kölcsönhatás

Θεμελιώδης αλληλεπίδραση

alapvető kölcsönhatások