ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

importál σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
importál

εισαγωγή◼◼◼

εισάγω

εισάγω (εισαγάγω, εισήγαγα)

importálás

εισαγωγή◼◼◼

Το ιστορικό σας