ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

εισάγω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
εισάγω

behozatal

bemutat

bevezet

import

importál

εισάγω (εισαγάγω, εισήγαγα)

importál