ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hegység σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hegység

οροσειρά◼◼◼

βουνό

βουνό (vunó)

όρος

όρος (óros)

a sziklás-hegység

η οροσειρά ρόκυ

Urál (hegység)

Ουράλια Όρη

Το ιστορικό σας