ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hatóság σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
vidéki/regionális hatóság

επαρχιακή/περιφερειακή αρχή (Γερμανία)

επαρχιακή/περιφερειακή αρχή [Γερμανία]

átláthatóság

διαφάνεια◼◼◼

διαφάνειας◼◼◼

újrahasznosíthatóság

ανακυκλωσιμότητα◼◼◼

12

Το ιστορικό σας