ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hatóság σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hatóság

αρχές◼◼◼

αρχή◼◼◼

υπηρεσία◼◼◻

εξουσία◼◼◻

κυβέρνηση◼◼◻

κύρος◼◻◻

αυθεντία

hatósági

επίσημος◼◼◼

αξιωματούχος

hatósági testület

αρμόδιος φορέας/προϊσταμένη αρχή/διοικητικό όργανο

adóhatóság

εφορία◼◼◼

bemutathatóság

αποδειξιμότητα

biológiai hasznosíthatóság

βιοδιαθεσιμότητα

ellenőrző hatóság

ελεγκτική αρχή◼◼◼

elszámoltathatóság

υπευθυνότητα◼◼◼

fenntarthatóság

βιωσιμότητα◼◼◼

αειφορία◼◼◻

διατηρησιμότητα◼◼◻

fenntarthatósági elv

αρχή της βιωσιμότητας

helyhatóság

δήμος◼◼◼

κοινότητα◼◼◻

helyhatósági

δημοτικός◼◼◼

helyi hatóság

αρχή (οργανισμός) τοπικής αυτοδιοίκησης/ΟΤΑ/τοπική αρχή

joghatóság

δικαιοδοσία◼◼◼

αρμοδιότητα◼◼◻

láthatóság

ορατότητα◼◼◼

διάταξη◼◻◻

προφίλ◼◻◻

megbízhatóság

αξιοπιστία◼◼◼

oldhatóság

διαλυτότητα◼◼◼

oszthatóság

διαιρετότητα◼◼◼

regionális hatóság

περιφερειακή αρχή◼◼◼

επαρχιακή/περιφερειακή αρχή (Γερμανία)

επαρχιακή/περιφερειακή αρχή [Γερμανία]

szakhatóság

αρχή◼◼◼

αρχές◼◼◻

szövetségi hatóság

ομοσπονδιακή αρχή◼◼◼

törvényhozó hatóság

νομοθετική αρχή◼◼◼

vidéki hatóság

επαρχιακή/περιφερειακή αρχή (Γερμανία)

επαρχιακή/περιφερειακή αρχή [Γερμανία]

12