ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πάλη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πάλη

harc

küzdelem

verekszik

πάλη (páli)

harcol

verekszik

πάλη των τάξεων

osztályharc

βιοπάλη

küzdelem

η πάλη

birkózás