ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

hétvégén σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
hétvégén

σαββατοκύριακο◼◼◼

szeretnél valahova elmenni a hétvégén?

θέλεις να πάμε κάπου το σαββατοκύριακο;

Το ιστορικό σας