ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gondoz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gondoz

φροντίδα◼◼◼

επιμέλεια◼◻◻

νοιάζομαι

τείνω

φροντίζω

gondozás

συντήρηση◼◼◼

διατήρηση◼◼◻

διατροφή◼◼◻

ανατροφή◼◻◻

gondozó

φροντιστής◼◼◼

φύλακας◼◼◼

κηδεμόνας

υπάλληλος

szociális gondozó

κοινωνικός λειτουργός / κοινωνική λειτουργός

Το ιστορικό σας