ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

φροντίζω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
φροντίζω

ellát

gondoz

ápol

φροντίζω (-σω)(+ Τ vkről / για vmről)

gondoskodik