ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

γόνος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
γόνος

gén

γονίδιο/γόνος

gén

δακρυγόνος

könnygáz

ζημιογόνος

káros◼◼◼

καρκινογόνος

karcinogén◼◼◼

rákkeltő◼◼◼

rákokozó

καρκινογόνο(ς)

rákkeltő anyag

μεταλλακτικότητα/μεταλλαξιογόνος δράση

mutagenitás

παθογόνο/παθογόνος μικροοργανισμός

kórokozó

παθογόνος

patogén◼◼◼

kórokozó◼◼◼

παθογόνος οργανισμός

kórokozó szervezet